- ταυτόγραμμο
- το, Ν(σχετικά με στίχο ή ποίημα) είδος παρήχησης, κατά το οποίο οι λέξεις αρχίζουν από το ίδιο γράμμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτο-* + -γραμμος (< γράμμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek
ταυτογράμματος — η, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταυτόγραμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτο * + γράμματος (< γράμμα, ατος), πρβλ. μικρο γράμματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στη Γραμματική τής κοινής Ελληνικής γλώσσης τού Αδ. Κοραή που εκδόθηκε από τον Ν.… … Dictionary of Greek